σταλακτίτης

σταλακτίτης
Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η κωνοειδής συνήθως ασβεστολιθική στήλη, που εμφανίζεται στην οροφή σπηλαίων. Τα νερά της βροχής που εισχωρούν στο έδαφος, επειδή περιέχουν διοξείδιο του άνθρακα, όταν περνούν από ασβεστολιθικά πετρώματα διαλύουν ένα μέρος του ανθρακικού ασβεστίου και το μετατρέπουν σε διαλυτό δισανθρακικό. Όταν τα νερά εμφανίζονται στην οροφή των σπηλαίων, το διαλυμένο δισανθρακικό ασβέστιο, που περιέχεται μέσα στις σταγόνες που πέφτουν και εξατμίζονται σιγά-σιγά, μετατρέπεται κατά ένα μέρος σε δυσδιάλυτο ανθρακικό ασβέστιο, το οποίο αποθέτεται με τη μορφή μικρού κρυσταλλικού δακτυλίου. Ο νέες σταγόνες που συνεχώς εμφανίζονται στην ίδια θέση, συντελούν σταδιακά στην αύξηση του αρχικού δακτυλίου και στη μετατροπή του σε κάθετο κοίλο ραβδί. Βαθμιαία ο σ. αυξάνεται και σε μήκος και σε πάχος, ενώ τις περισσότερες φορές παίρνει διάφορα και περίεργα σχήματα. Όχι σπάνια ενώνεται με το σταλαγμίτη που σχηματίζεται κάτω από αυτόν, οπότε αποτελεί ολόκληρη στήλη μήκους συνήθως πολλών μέτρων. Οι σταλακτίτες είναι συνήθως ασβεστολιθικές στήλες, όπως αυτή της φωτογραφίας, που έχει παρθεί στο σπήλαιο του Περάματος, κοντά στα Γιάννενα.
* * *
και σταλαχτίτης, ο, Ν
γεωλ. επιμήκης μορφή που αποτελείται από διάφορα ορυκτά τα οποία αποτίθενται από διάλυση λόγω αργής σταγονορροής τού νερού και κρέμεται από την οροφή ή τις πλευρές σπηλαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stalactite (< σταλακτός + επίθημα -ίτης, πρβλ. σταλαγμίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σταλακτίτης — σταλακτίτης, ο και σταλαχτίτης, ο απολίθωμα που σχηματίζεται στην οροφή σπηλαίων από την πτώση σταγόνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Stalactite — A stalactite (Greek stalaktites , (Σταλακτίτης), from the word for drip and meaning that which drips ) is a type of speleothem (secondary mineral) that hangs from the ceiling or wall of limestone caves. It is sometimes referred to as dripstone.… …   Wikipedia

  • Estalactita — Saltar a navegación, búsqueda Gota de agua saliendo del canal central de una estalactita. Una estalactita (griego Σταλακτίτης , stalaktos, gota) es un tipo de espeleotema secundario que cuelga del techo o de la pared de una cueva …   Wikipedia Español

  • Сталактит — Сталактиты (греч. Σταλακτίτης  «натёкший по капле»)  хемогенные отложения в карстовых пещерах в виде образований, свешивающихся с потолка (сосульки, соломинки, гребёнки, бахромы и т. п.). Термины «сталактит» и «сталагмит»… …   Википедия

  • Estalactita — (Del gr. stalaktos, que gotea < stalasso, gotear.) ► sustantivo femenino GEOLOGÍA Concreción calcárea que cuelga del techo de las cuevas y que se forma al filtrarse agua con sales calizas. * * * estalactita (del gr. «stalaktós», que gotea) 1 f …   Enciclopedia Universal

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • πώρος — Όνομα 2 Ινδών βασιλιάδων. 1. Βασιλιάς ινδικών χωρών στους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γνωστός για τη γενναιότητά του. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατόρθωσε να περάσει τον ποταμό Υδάσπη, συγκρούστηκε με τον στρατό του Π., που είχε ένα ζωντανό… …   Dictionary of Greek

  • σταλαγμίτης — Ασβεστολιθικό απόθεμα στο έδαφος σπηλαίου, που σχηματίζεται με τη μορφή κωνοειδούς στήλης από τα νερά της οροφής του. Βρίσκεται συνήθως κάτω από κάποιο σταλακτίτη και δημιουργείται όπως ακριβώς και αυτός. Βλ. λ. σταλακτίτης. * * * ο, Ν γεωλ.… …   Dictionary of Greek

  • σταλαχτίτης — ο, Ν βλ. σταλακτίτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”